Δικηγορικό Γραφείο
Η Δέσμευση Περιουσιακών Στοιχείων ως Μέτρο Δικονομικού Καταναγκασμού

Στο πλαίσιο της προώθησης των σκοπών της ποινικής διαδικασίας αναγκαία παρίσταται η διενέργεια ανακριτικών πράξεων, οι οποίες συνιστούν ενίοτε σοβαρές επεμβάσεις στην ατομική σφαίρα του ατόμου, κατηγορουμένου ή τρίτου· πρόκειται για τα επονομαζόμενα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, τα οποία αποτελούν έννοια υπάλληλη σε σχέση με την ευρύτερη έννοια των ανακριτικών πράξεων.

Η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, στην ποινική δίκη, ως μέτρο έχει διφυή χαρακτήρα και διττό σκοπό, άλλως διπλή ratio legis. Αφενός, μεν, αποτελεί ένα ιδιότυπο μέτρο συλλογής αποδείξεων, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί το διερευνώμενο έγκλημα· αφετέρου, δε, λειτουργεί ως προπαρασκευαστική ενέργεια, που διατηρεί ακέραιη την περιουσία του υπόπτου, για πιθανή μεταγενέστερη δήμευση.

Τα νομιμοποιούμενα, προς εφαρμογή του εν λόγω δικονομικού μέτρου, πρόσωπα διαφέρουν ανάλογα με το στάδιο, στο οποίο ευρίσκεται η υπό διερεύνηση υπόθεση:

Α) Από τον συνδυασμό των άρθρων 42 παρ. 7 και 48 παρ. 2 περ. δ’ του ν. 4557/2018 συνάγεται πως ο Πρόεδρος της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες έχει την εξουσία, με διάταξή του, να επιβάλλει το δικονομικό μέτρο της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων, στο πλαίσιο διοικητικής έρευνας, εφόσον συντρέχουν δύο περιοριστικά απαριθμούμενες στις αντίστοιχες διατάξεις του ν. 4557/2018 προϋποθέσεις. Η, μεν, πρώτη προϋπόθεση είναι να υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι τίτλοι, χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα, που προέρχονται είτε από την τέλεση του βασικού αδικήματος υπό την έννοια του άρθρου 4 του ν. 4557/2018, είτε από την τέλεση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων υπό την έννοια του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, είτε, σε κάθε περίπτωση, που υπόκεινται σε δήμευση κατά τις προβλέψεις του άρθρου 40 του ν. 4557/2018. Η, δε, δεύτερη προϋπόθεση είναι να συντρέχει επείγουσα περίπτωση, υπό την έννοια του άμεσου κινδύνου να χαθούν τα ίχνη της πιθανώς τελεσθείσας αξιόποινης πράξης, ήτοι τα υπό δέσμευση στοιχεία, τα οποία δεν αποτελούν μόνο ως προς το ουσιαστικό αποτέλεσμα το προϊόν της πράξης, αλλά ταυτόχρονα – και κυρίως – τη βασική προϋπόθεση απόδειξης της τέλεσης της εκάστοτε υπό κρίσιν πράξης.

Β) Κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης ή της αστυνομικής προανάκρισης, εκ του νόμου εξουσιοδοτούμενο όργανο για την επιβολή δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου είναι κατ’ αρχήν το Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο διατάσσει το εν λόγω μέσο δικονομικού καταναγκασμού έπειτα από έκδοση σχετικού βουλεύματος. Ο νόμος, εδώ, απαιτεί για τα υπό δέσμευση περιουσιακά στοιχεία τον ίδιο βαθμό υπονοιών, ήτοι βάσιμες υπόνοιες ότι προέρχονται από την τέλεση βασικών αδικημάτων ή αδικημάτων νομιμοποίησης, που απαιτεί και για τη δέσμευση με διάταξη του Προέδρου της Αρχής. Κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, όμως, το μέτρο της δέσμευσης μπορεί να επιβληθεί και από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 2 ΚΠΔ, το οποίο πλέον ρητά παραπέμπει και στο άρθρο 42 παρ. 1 του ν. 4557/2018, καθώς και από τον Ευρωπαίο Εντεταλμένο Εισαγγελέα, δυνάμει του άρθρου 17 του ν. 4786/2021.

Γ) Τέλος, δέσμευση περιουσιακών στοιχείων μπορεί να επιβάλλεται και κατά το στάδιο της κύριας ανάκρισης, σύμφωνα είτε με το άρθρο 261 ΚΠΔ είτε με το άρθρο 42 του ν. 4557/2018 κατά περίπτωση, με διάταξη του Ανακριτή, κατόπιν σύμφωνης εισαγγελικής γνώμης. Δυνάμει της τροποποίησης που επέφερε ο ν. 4816/2021 στο άρθρο 42 του ν. 4557/2018 απαιτούνται, πλέον, όπως και στο άρθρο 261 παρ. 1 ΚΠΔ, σοβαρές ενδείξεις και όχι απλά βάσιμες υπόνοιες, ήτοι ότι τα υπό δέσμευση περιουσιακά στοιχεία προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από την τέλεση βασικών αδικημάτων ή αδικημάτων νομιμοποίησης ή υπόκεινται σε δήμευση κατά άρθρο 40 του ν. 4557/2018.

Όπως είναι φυσικό, ο νομοθέτης έχει μεριμνήσει και έχει εφοδιάσει τους θιγόμενους από το εν λόγω επαχθές δικονομικό μέτρο με μια σειρά δικονομικών δυνατοτήτων. Καταρχάς, στην έννοια του θιγόμενου υπάγονται τόσο ο καθ’ ου η δέσμευση (ήτοι, ο κατηγορούμενος, ο ύποπτος και ο διερευνώμενος από την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες), όσο και ο τρίτος (άτομο αμέτοχο στην ποινική διαδικασία) σε βάρος του οποίου επιβάλλεται το μέτρο της δέσμευσης. Οι θιγόμενοι, λοιπόν, υπό την ανωτέρω έννοια, έχουν δικαίωμα να αιτηθούν την άρση του μέτρου της δέσμευσης ή την τροποποίησή του με την τήρηση των σχετικών προβλεπόμενων διαδικασιών.

Α) Στην περίπτωση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 4-6 του ν. 4557/2018, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται το μέτρο της δέσμευσης και ο τρίτος συγκύριος ή δικαιούχος επί του δεσμευμένου περιουσιακού στοιχείου δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή, ή την ανάκληση του βουλεύματος, ή τον περιορισμό αυτών σε περιουσιακά στοιχεία μικρότερης αξίας από τα δεσμευθέντα, με προσφυγή που απευθύνεται προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή τον εισαγγελέα, μέσα σε 20 ημέρες από την επίδοση σε αυτόν της διάταξης ή του βουλεύματος. Ανεξάρτητα από την υποβολή της προσφυγής ή από την κρίση επ’ αυτής, η διάταξη ή το βούλευμα μπορούν να ανακληθούν, ή να μεταρρυθμισθούν και η δέσμευση να αρθεί ή να περιορισθεί αυτεπάγγελτα από τον ανακριτή ή το δικαστικό συμβούλιο ή με αίτηση εκείνου κατά του οποίου στρέφεται ή του τρίτου συγκυρίου ή δικαιούχου επί του δεσμευμένου περιουσιακού στοιχείου, αν προκύψουν νέα στοιχεία, ή συντρέξουν ιδιαίτερες περιστάσεις στο πρόσωπο αυτών ή των μελών των οικογενειών τους. Επιτρέπεται, επίσης, η άρση ή ο περιορισμός της δέσμευσης, προκειμένου να ικανοποιηθεί ο ζημιωθείς από το βασικό αδίκημα, ή από το αδίκημα νομιμοποίησης. Δικαίωμα υποβολής προσφυγής ή αίτησης στο δικαστικό συμβούλιο έχουν και οι τρίτοι, οι οποίοι διεκδικούν για λογαριασμό τους την κυριότητα ή άλλο δικαίωμα επί του δεσμευμένου περιουσιακού στοιχείου.

Β) Στην περίπτωση της προκαταρκτικής εξέτασης, σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 34 παρ. 1 και 3 ΚΠΔ, ο καθ’ ου ή ο τρίτος (ήτοι, οι θιγόμενοι από το μέτρο της δέσμευσης) δύνανται να προσφύγουν και να ζητήσουν την άρση της διάταξης του Οικονομικού Εισαγγελέα, με αίτησή τους προς το αρμόδιο συμβούλιο, εντός προθεσμίας 30 ημερών, η οποία (αίτηση) δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διάταξης. Η διάταξη ή το βούλευμα ανακαλούνται ή τροποποιούνται, αν προκύψουν νέα στοιχεία.

Γ) Τέλος, στην περίπτωση της κύριας ανάκρισης, σύμφωνα με το άρθρο 262 παρ. 2-3 ΚΠΔ, οι θιγόμενοι μπορούν να προσφύγουν κατά της διάταξης του ανακριτή εντός προθεσμίας 15 ημερών στο αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών ή εφετών, αν η ανάκριση διεξάγεται από εφέτη ανακριτή, ζητώντας την άρση ή τον περιορισμό της διάταξης σε περιουσιακά στοιχεία μικρότερης αξίας. Η διάταξη μπορεί να ανακληθεί ή να μεταρρυθμισθεί και η δέσμευση να αρθεί ή να περιορισθεί αυτεπαγγέλτως από τον ανακριτή ή και με αίτηση εκείνου κατά του οποίου στρέφεται, αν προκύψουν νέα στοιχεία ή συντρέξουν ιδιαίτερες περιστάσεις στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ή του τρίτου ή των μελών των οικογενειών τους.

*Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά  νομική συμβουλή. Μια τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατό να παρασχεθεί μόνον από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν  για την υπόθεσή σας.


 Μη χάνετε την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας. Ακολουθήστε μας τώρα στα Google News