Στο άρθρο 1 του Κ.Δ.Δ. ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις του Κώδικα αυτού διέπουν την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια», στο άρθρο 2 ότι: «Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, εκτός εκείνων που η εκδίκασή τους έχει ανατεθεί, με ειδική διάταξη νόμου, σε άλλα διοικητικά δικαστήρια», στο άρθρο 63 παρ. 1 ότι: «Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές διατάξεις του Κώδικα, οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες δημιουργούνται κατά νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, υπόκεινται σε προσφυγή» και στο άρθρο 71 παρ. 1 και 4 ότι «1. Αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος ο οποίος έχει κατά του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου….4. Η κατά τις προηγούμενες παραγράφους αγωγή είναι απαράδεκτη αν πρόκειται για αξίωση φορολογικού εν γένει περιεχομένου».
Εξάλλου, στο άρθρο 7 του ν. 702/1977 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 268)ορίζονται τα εξής: «1. Εις την αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται αι διοικητικαί διαφοραί ουσίας, αι αναφυόμεναι εκ της αναγνωρίσεως, παραχωρήσεως ή απονομής δικαιώματος ή ευεργετήματος ή οιασδήποτε άλλης παροχής, της αρνήσεως ικανοποιήσεως, εν όλω ή εν μέρει, τοιούτου αιτήματος, ως και της μεταβολής δημιουργηθείσης, δια διοικητικής πράξεως, καταστάσεως κατά την εφαρμογήν της νομοθεσίας: α) Περί κοινωνικής ασφαλίσεως, καθ’όσον αφορά εις τας εν γένει ασφαλιστικάς σχέσεις μεταξύ των φορέων και των ησφαλισμένων ή των εργοδοτών των, ιδία δε αι διαφοραί περί την υπαγωγήν εις την ασφάλισιν και την διάρκειαν ταύτης, τας καταβλητέας εισφοράς υπό εργοδοτών και ησφαλισμένων και τας πάσης φύσεως παροχάς υπό του φορέως …2. Αι εκδιδόμεναι κατ’εφαρμογήν νομοθεσίας εκ των αναφερομένων εις την προηγουμένην παράγραφον εκτελεσταί ατομικαί πράξεις ή κατά το άρθρον 45 παρ. 5 του ν.δ. 170/1973 παραλείψεις διοικητικών αρχών ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, υπόκεινται εις προσφυγήν ενώπιον του κατά την προηγουμένην παράγραφον δικαστηρίου, κρίνοντος κατά τον νόμον και την ουσίαν και δυναμένου να ακυρώση ή τροποποιήση αυτάς...5. Διοικητικαί διαφοραί εξ αγωγών περί αποζημιώσεως κατά του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ένεκα παρανόμων πράξεων των οργάνων αυτών, εκδιδομένων κατ` εφαρμογήν της νομοθεσίας περί των εν παραγράφω 1 θεμάτων ή παραλείψεων αυτών, υπάγονται εφεξής εις την αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων...6. ...».
Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, στις διαφορές περί την κοινωνική ασφάλιση, αντικείμενο του ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής, το οποίο στρέφεται κατά των εκτελεστών πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων των ασφαλιστικών οργανισμών, με τις οποίες αναγνωρίζεται η ύπαρξη ή ανυπαρξία δικαιωμάτων των ασφαλισμένων – εργαζομένων και των αντίστοιχων υποχρεώσεων των εργοδοτών, μπορεί να αποτελέσει η διάπλαση του επίδικου ασφαλιστικού δικαιώματος και γενικότερα της επίδικης κοινωνικοασφαλιστικής σχέσης. Περαιτέρω, με το ένδικο βοήθημα της αγωγής πρέπει να προβάλλεται αξίωση πληρωμής ορισμένου χρηματικού ποσού, το οποίο πρέπει να καθορίζεται στο δικόγραφο με την υποβολή σαφώς καθορισμένου καταψηφιστικού ή αναγνωριστικού αιτήματος.
Εκ των ανωτέρω, παρέπεται ότι οποιαδήποτε διαφορά αναφύεται από την επιβολή, είσπραξη, αναζήτηση ως αχρεωστήτως καταβληθείσας κ.λ.π. εισφοράς ή άλλου ποσού υπέρ ασφαλιστικού ταμείου ή οργανισμού, συνιστά ασφαλιστική διαφορά, κατά την έννοια του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 702/1977, η οποία άγεται ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου με το ένδικο βοήθημα της προσφυγής, μη επιτρεπομένης της ασκήσεως αγωγής κατ’ άρθρο 71 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., παρά μόνο της αγωγής αποζημιώσεως κατ’ άρθρο 105Εισ.Ν.Α.Κ., τούτο δε ανεξαρτήτως εάν το ένδικο ποσό (εισφορά, δόση διακανονισμού τμηματικής εξόφλησης οφειλομένων ασφαλιστικών εισφορών κ.α.) καταβάλλεται από τον υπόχρεο εργοδότη ή τον ασφαλισμένο ή από οποιονδήποτε υπόχρεο υπέρ οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως (βλ. ΣτΕ 1965/2018, 3144/2015, Ολομ. 2261/2013, 3872 - 4/2009, 1388/2007, 2112/1995 7μ., Ολομ. 832/1985 κ.ά.).
Συνεπώς, τυχόν ασκηθείσα αγωγή, με την οποία ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί ή να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου ασφαλιστικού φορέα να του επιστρέψει αχρεωστήτως εισπραχθείσες εισφορές, κατ' εφαρμογή των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (904 επ. Α.Κ.) τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη.
*Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες. Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μία τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατόν να παρασχεθεί μόνο από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.

